ταξιθέτης

ταξιθέτης
ο, θηλ. ταξιθέτρια και ταξιθέτρα Ν
1. αυτός που ταξινομεί κάτι
2. υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους σε δημόσιο θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξη / τάξις + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειο-θέτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταξιθέτης — ο θηλ. ταξιθέτρια 1. ταξινόμος. 2. υπάλληλος που οδηγεί στις θέσεις τους θεατές δημόσιου θεάματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταξιθετώ — Ν [ταξιθέτης] 1. τοποθετώ στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, ταξινομώ 2. (σχετικά με χώρους δημόσιων θεαμάτων) είμαι ταξιθέτης …   Dictionary of Greek

  • ταξιθεσία — η, Ν [ταξιθέτης] η εργασία ταξινόμησης εγγράφων, δελτίων, εικόνων για να διευκολύνεται η χρήση τους …   Dictionary of Greek

  • ταξιθετώ — ταξιθέτησα, ταξιθετήθηκα, ταξιθετημένος 1. τοποθετώ στη σειρά, ταχτοποιώ, ταξινομώ: Ο ταχυδρόμος πρώτα ταξιθετεί τις επιστολές του. 2. είμαι ταξιθέτης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”